- μαιεύω
- και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία]1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύωμσν.-αρχ.μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φοράαρχ.1. ενεργώ ως μαία («oἱ δ' οὖν στρατηγοὶ διὰ τῶν μαιεύεσθαι δυναμένων γνόντες τὴν πρεσβυτέραν ἔγκυον οὖσαν», Διόδ.)2. προκαλώ τοκετό («ἱκανὴ δὲ πᾱσα ἔκπληξις μαιεύσασθαι πρὸ τῆς ὥρας», Φιλόστρ.)3. περιποιούμαι τους νεοσσούς κλώσσας4. παροιμ. «ἀετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι» — λεγόταν για εκείνους που έπαιρναν εκδίκηση από μεγάλο εχθρό.
Dictionary of Greek. 2013.